Είναι ένα από τα πιο ζωντανά προχριστιανικά
κατάλοιπα των αρχαίων ομαδικών ελληνικών τελετουργιών. Στην αρχή της Άνοιξης,
εποχή της βλάστησης, γονιμότητας και ανανέωσης της φύσης, γίνονταν τέτοιες
τελετές όπου κυριαρχούσαν φαλλικά τραγούδια, σκωπτικοί και πυρρίχιοι χοροί,
οινοποσία, αστεία πειράγματα, άσεμνες χειρονομίες, αναπαραστάσεις του θανάτου
και της ανάστασης. Τέτοιες τελετές έκαναν και οι ποιμένες για να βλαστήσει η γη
και να βοσκήσουν τα κοπάδια τους.
Η λαϊκή αυτή κωμωδία διατηρήθηκε μέσα στους αιώνες από
τους βλάχους-ποιμένες της περιοχής του Ασπροποτάμου που ήταν απάτητη από τους
Τούρκους και άλλους ξένους κατακτητές. Από εκεί μεταφέρθηκε στη Θήβα, γύρω στα
1830.
Όλα θυμίζουν Διόνυσο και γι’ αυτό το έθιμο αυτό
ζυμωμένο και με άλλα λαϊκά ντόπια έθιμα, σχετικά με την γονιμότητα και την
ανανέωση, βρήκε γόνιμο χώμα και ρίζωσε στη Θήβα, την πατρίδα του Βάκχου, όπου
γίνονταν ανάλογες γιορτές όπως τα Διονύσια.
Το σύνολο των δρώμενων του εθίμου του Βλάχικου γάμου
κορυφώνεται με την πομπή και την τελετή του «γάμου» την Καθαρά Δευτέρα καθώς και
τον σκωπτικό διάλογο ο οποίος εξελίσσεται με την βλάχικη προφορά μεταξύ των
«συμπεθέρων» του γαμπρού και της νύφης, μεταφέρει δε σημειολογικά στο σήμερα,
την αρχαιότατη Διονυσιακή λατρεία, η οποία δραματοποιείται και εικονοποιείται με
θεατρικό τρόπο με τον κυκλικό «χορό του πεθαμένου», ο οποίος αποτελεί το
κορυφαίο δρώμενο του εθίμου.
Το ομαδικό γλέντι και μεθύσι, η πομπή, ο Πυρρίχιος
χορός, τα φλάμπουρα με τα γαρυφαλλοστόλιστα πορτοκάλια, οι γκλίτσες (παραλλαγές
των Βακχικών θυρσών), η τσουχτερή σάτιρα, οι αισχρολογίες και τα πειράγματα, ο
χωρίς σταματημό χορός, η ακατάσχετη οινοποσία, τα πηδήματα και οι κραυγές, ο
πανούσης με το υπερμεγέθες ομοίωμα φαλλού και τα κουδούνια που κρέμονται στα
σκέλια του, οι θεατρίνοι που λέγονται και «γελοίοι» με την ιδιόμορφη φορεσιά
τους (κατσάρια δεμένα στις άσπρες κάλτσες σαν αρχαία σανδάλια, με τα κλαριά
κισσού στα κεφάλια τους) και τα καμώματά τους, ο χορός του πεθαμένου που
συμβολίζει την ανάσταση της φύσης, την νίκη της ζωής πάνω στο θάνατο, είναι λίγα
από τα σημάδια που μαρτυράνε ότι τούτος ο «Γάμος», το πολυσήμαντο αυτό λαϊκό
αφιέρωμα είναι ένα αυθεντικό κατάλοιπο της πανάρχαιης οργιαστικής Διονυσιακής
λατρείας.
Κάθε χρόνο την Κυριακή της Τυρινής
(τελευταία Κυριακή της Αποκριάς) και την Καθαρή Δευτέρα (πρώτη μέρα της μεγάλης
νηστείας), τούτη την εποχή της άνοιξης, της βλάστησης και της γονιμότητας, εδώ
και 150 χρόνια, στην αμπελοστεφάνωτη επτάπυλη Θήβα, πόλη πανάρχαιη και σεβαστή
στην ιστορία και την παράδοση, πατρίδα του αμπελιού και του κρασιού, γενέτειρα
του Βάκχου, σμίγουν τα προαιώνια στοιχεία της Διονυσιακής λατρείας με τη
σύγχρονη χριστιανική πίστη, σ’ ένα πολυσήμαντο, λαϊκό έθιμο, το <<ΒΛΑΧΙΚΟ
ΓΑΜΟ>>, που γίνεται σε τέσσερις γιορτινές μέρες. Την Τσικνοπέμπτη, την
Κυριακή της Τυρινής, την Καθαρή Δευτέρα και των Αιθοδώρων.
Την Τικνοπέμπτη <<πιάνονται τα
προζύμια>> και γίνονται με τα νταούλια και τις πίπιζες, τα πρώτα γερά
μεθύσια για τις χαρές που θα ‘ρθούνε.
Την Κυριακή της Τυρινής το μεσημέρι,
οι <<Καπεταναίοι>> με τον Πανούση (υπηρέτη), το Φλάμπουρο και τα
τοπικά όργανα (πίπιζα και νταούλι), φέρνουν βόλτα τα βλάχικα κονάκια και
συναθροίζουν τα παλικάρια του <<μπουλουκιού>>, τους Βλάχους,
Μακεδόνες και Λιάπηδες.
Συγκεντρώνονται οι παρέες (μπουλουκιά)
στον κεντρικό δρόμο του Επαμεινώνδα και στην πλατεία. Κατά τις 5 το δειλινό,
γίνονται το ΠΡΟΞΕΝΙΟ και τα ΑΡΡΑΒΩΝΙΑΣΜΑΤΑ κι από κοντά τραγούδια και χορός
μέχρι τα χαράματα της άλλης μέρας.
Την Καθαρή Δευτέρα το πρωί…σκούζει ο
<<σκάρος>> (εγερτήριο – εωθινό).
Άναμα φωτιάς, ξέχωρα κάθε
<<μπουλούκι>> και στη θράκα της ψήσιμο της <<προπύρας>>,
της πίτας νύφης. <<Πυρρίχιος>> χορός παλικαριών, γυροβολιά στην κάθε
φωτιά.
Γλέντι, χορός και οινοποσία μέχρι να
αποτραβηχτούν οι Βλάχοι στο ξωκλήσι της Αγιατριάδας, για φαγητό και τις στερνές
σκοτούρες της γαμήλιας πομπής και της <<τελετής>> του
γάμου.
Εκεί οι Βλάχοι στρώνουν τα τραπέζια με
νηστίσιμα φαγητά, που μοιράζονται μαζί με τους επίσημους καλεσμένους και με όλο
τον κόσμο των επισκεπτών και τσουγκρίζουν μαζί τους τα ποτήρια με το Θηβαϊκό
κρασί.
Στις 3:00 ξεκινάνε οι Βλάχοι από την
Αγατριάδα, για την αγορά (κέντρο), που είναι τα <<κονάκια>>
(καλύβες), των <<συμπεθέρων>> πάνω στις
<<ράχες>>.
Ώρα 5:00 το δειλινό, η πομπή των
Βλάχων έχει φτάσει στα κονάκια των <<συμπεθέρων>>. Ακουμπάνε τα
<<προικιά>> της <<νύφης>> στη βορινή
καλύβα.
Ακούγονται βλάχικα τραγούδια από
ντόπιους τραγουδιστάδες. Χορεύουν το βλάχικο χορό <<γαϊτανάκι>> και
γίνεται ξύρισμα του <<γαμπρού>> κι ακούγεται το σχετικό
τραγούδι.
Ακολουθεί ο διάλογος μεταξύ των
<<συμπεθέρων>> και κοινολόγηση – αποκάλυψη του μεγάλου μυστικού της
<<νύφης>>. Τα <<συμπεθεριά>> ξεδιαλύνουν τις διαφορές
τους και αρχίζει το γαμήλιο γλέντι με την συμμετοχή όλου του κόσμου. Ακολουθεί
στην πλατεία του Αγιάννη, ο χορός του πεθαμένου παλικαριού (πανάρχαιος χορός που
συμβολίζει την ανάσταση της φύσης και τη γονιμότητα). Το γλέντι συνεχίζεται
μέχρι τα χαράματα της Τρίτης.
Το ομαδικό γλέντι και μεθύσι, η πομπή,
ο Πυρρίχιος χορός, τα φλάμπουρα με τα γαρυφαλλοστόλιστα πορτοκάλια και οι
γκλίτσες (παραλλαγές των Βακχικών θυρσών), η τσουχτερή σάτιρα, οι αισχρολογίες
και τα πειράγματα, ο χωρίς σταματημό και αναπαμό χορός, η ακατάσχετη οινοποσία,
τα πηδήματα και οι κραυγές, ο Πανούσης με το υπερμεγέθες ομοίωμα φαλλού και τα
κουδούνια που κρέμονται στα σκέλια του, οι θεατρίνοι που λέγονται και ΄΄ γελοίοι
΄΄ με την ιδιόμορφη φορεσιά τους, (κατσάρια δεμένα στις άσπρες κάλτσες σαν
αρχαία σανδάλια, με τα κλαριά κισσού στο κεφάλι τους) και τις γκριμάτσες και τα
καμώματα καταίδιοι ΄΄βακχευόμενοι σάτυροι΄΄, χορός του ΄΄πεθαμένου΄΄ που
συμβολίζει την Ανάσταση της φύσης, τη νίκη της ζωής πάνω στο θάνατο, είναι λίγα
από τα σημάδια που μαρτυράνε ότι τούτος ο ΄΄Γάμος΄΄, το πολυσήμαντο αυτό λαϊκό
φανέρωμα είναι ένα αυθεντικό κατάλοιπο της πανάρχαιας οργιαστικής Διονυσιακής
λατρείας.